|
Γ. Τσαρούχης- Οι εποχές |
Η γρια κι οι μήνες
Μια
φορά και έναν καιρό ήταν μια γριά πολύ φτωχή. Δεν είχε η
κακομοίρα
κανένα στον κόσμο, μήτε άντρα μήτε συγγενή.
Καθόταν
μονάχη σ’ ένα παλιό καλυβάκι. Χρήματα δεν είχε για ν’
αγοράσει
ψωμί και φαγί, και ζούσε με χόρτα.
Κάθε
μέρα έπαιρνε το σακούλι της, πήγαινε ως το βουνό και μάζευε
χόρτα.
Μάζευε και ξύλα. Τα έφερνε στο καλύβι. έβραζε τα χόρτα και τα
έτρωγε.
Έτσι ζούσε η κακομοίρα εκείνη η γριά...
Μονάχα
μια γειτονοπούλα της, ένα κορίτσι, φρόντιζε για τη
δυστυχισμένη
τη γριά. Όταν έψηναν φρέσκο ψωμί στο σπίτι τους, έφερνε στη
γριά
μια φέτα μεγάλη, ζεστή ζεστή.
Μια
μέρα μαρτιάτικη, η γριά πήγε να μαζέψει χόρτα. Πήρε το σακουλάκι
της,
έφτασε σιγά σιγά στο βουνό, και άρχισε να μαζεύει χόρτα: ραδίκια,
μολόχες
και άλλα τέτοια.
Να
σου όμως και συννεφιάζει, και σε λίγο αρχίζει να βρέχει. Τι να κάμει
τότε
η καημένη η γριά! Να γυρίσει πίσω στο καλύβι της, δεν πρόφταινε. Να
σταθεί
εκεί, θα βρεχόταν.
Κοιτάζει
να βρει κανένα μέρος να τρυπώσει. Πηγαίνει λίγο παραπέρα,
και
βλέπει μακριά μια σπηλιά. Τρέχει με το μισογεμάτο σακουλάκι της στον
ώμο.
Φτάνει και τρυπώνει μέσα στη σπηλιά.
Αλλά
μόλις μπήκε, ξαφνιάστηκε. Στην πιο βαθιά άκρη της σπηλιάς
βλέπει
ένα γέρο ασπρομάλλη και ασπρογέννη. Και γύρω απ’ αυτόν το γέρο,
δώδεκα
μεγάλα και όμορφα παλικάρια.
Τα
παιδιά αυτά κάθονταν από τρία τρία μαζί. είχαν και τα χέρια τους
περασμένα
το ένα στο λαιμό του άλλου.
Τα
πρώτα τρία παιδιά φορούσαν στα κεφάλια τους στεφ άνια, καμωμένα
από
λογής λογής λουλούδια: από τριαντάφυλλα, από βιολέτες, από
παπαρούνες
και άλλα.
Τα
παρακάτω τρία ήταν στεφανωμένα με στάχυα. Τα άλλα τρία.
κρατούσαν
με το ένα τους χέρι σταφύλια, κυδώνια και μήλα.
Μονάχα
τα τρία τελευταία παιδιά δε φορούσαν τίποτα στο κεφάλι και
τίποτα
δεν κρατούσαν στα χέρια. Ήταν όμως και αυτά αγκαλιασμένα και
τυλιγμένα
με άσπρες χοντρές γούνες.
Ήταν
ο γερο – Χρόνος με τα δώδεκα παιδιά του, τους δώδεκα μήνες. Μα η
γριά
εκείνη, μήτε τον πατέρα μήτε κανένα από τα παιδιά του γνώρισε. Τους
χαιρέτησε
μονάχα και τους παρακάλεσε να την αφήσουν να καθίσει μέσα στη
σπηλιά
τους, ώσπου να σταματήσει η βροχή.
-Μείνε,
καλή κυρούλα, όσο θέλεις στη σπηλιά μας, είπε ο γέρος, ο
πατέρας
των παιδιών. Αυτός ο τρελο – Μάρτης, βλέπεις, ήταν ανάγκη να μας
χαλάσει
την όμορφη μέρα και να βρέξει.
Τι
λες, γέροντά μου, αντιμίλησε αμέσως η γριά. Ξεχνάς τι λέει ο κόσμος
για
τις βροχές του Μάρτη;
Αν
ρίξει ο Μάρτης δυο νερά
κι
ο Απρίλης άλλο ένα,
χαρά
σ’ εκείνον το ζευγά,
που
έχει φυτεμένα.
Βέβαια
το ξεχνάς αυτό, γι’ αυτό κατηγορείς το Μάρτη, τον καλό το μήνα.
-
Και πώς να μην κατηγορήσει κανείς το Μάρτη; πετάχτηκε και είπε ένα -
από
τα τρία παιδιά, τα στεφανωμένα με λουλούδια. Είναι άλλος μήνας
χειρότερος
απ’ αυτόν; Μια μέρα ζέστη, την άλλη κρύο. Και τι κρύο;
Χειρότερα
και από το χειμώνα. Ύστερα βροχές, λάσπες, αέρας, συνάχια,
αρρώστιες!
Να, τέτοιος είναι ο Μάρτης. Γδέρνει τον κόσμο. Γι αυτό τον
λένε
και Γδάρτη.
-Μη λες, παιδί μου, τέτοια λόγια για το Μάρτη.
Αυτός είναι από τους
καλύτερους
μήνες του χρόνου. Αυτός μας φέρνει την άνοιξη. Αυτός κάνει
και
μπουμπουκιάζουν τα δέντρα και ανοίγουν τα λουλούδια. Αυτός λέει
του
ήλιου και ζεσταίνει πιο πολύ, και λιώνουν τα χιόνια και μας
έρχονται
πάλι τα πουλιά από τα ξένα μέρη. Και πόσα άλλα καλά δε μας
φέρνει
ο Μάρτης, ο καλός ο μήνας!
Το
παλικάρι ευχαριστήθηκε από τα καλά λόγια της γριάς και δε μίλησε
πια.
Γιατί ήταν αυτός ο ίδιος ο Μάρτης.
-
Καλά, ο Μάρτης είναι καλός μήνας, κυρούλα. Για τον Απρίλη όμως τι
μπορείς
να πεις; Είναι από τους χειρότερους μήνες του χρόνου, είπε το
παλικάρι
που καθόταν παραπάνω.
-Μπα! παιδάκι μου, τι κάθεσαι και λες τέτοια
λόγια για τον Απρίλη;
αποκρίθηκε
η γριά. Και είναι άλλος κανένας μήνας τόσο όμορφος σαν
τον
Απρίλη; Ποιος έχει πιο πολλά τριαντάφυλλα και πιο καλές μυρωδιές
από
αυτόν; Ποιος έχει ωραιότερα κελαδήματα από τον Απρίλη; Και τι
μέρες
που μας κάνει! Χαρά Θεού! Μήτε ζέστη μήτε κρύο. Και κοντά στα
άλλα
τα καλά, μας φέρνει και τη Λαμπρή με τα κόκκινα αυγά. Πώς τα
ξεχνάς
όλα αυτά, παιδί μου; Και‚ πώς κατηγορείς τον Απρίλη, τον πιο
καλό
μήνα του χρόνου;
Ευχαριστήθηκε
πολύ από αυτά τα λόγια της γριάς ο Απρίλης και
σώπασε.
Έτσι,
σαν το Μάρτη και σαν τον Απρίλη, θέλησαν να δοκιμάσουν τη
γριά,
ένας ένας, και όλοι οι άλλοι μήνες.
Ο
καθένας της έλεγε πως είναι κακός ο τάδε μήνας. Τότε άρχιζε η γριά
να
επαινεί αυτόν το μήνα και να βρίσκει χίλια δυο χαρίσματά του.
Κανένα
δεν άφησε απαίνευτο. Ακόμη και για τους χειμωνιάτικους μήνες,
το
Δεκέμβρη, το Γενάρη και το Φλεβάρη, είπε η γριά καλά λόγια. Βρήκε και σ’
αυτούς
χαρίσματα πολλά.
Οι
μήνες όλοι ευχαριστήθηκαν γι’ αυτό. Αλλά πιο πολύ ευχαριστήθηκε ο
πατέρας
τους, ο γερο – Χρόνος.
Τότε
έκαμε νόημα εκείνος στα παιδιά του.
Και
αμέσως εκείνα σηκώνονται, παίρνουν το σακούλι της γριάς και της
λένε:
Άφησέ μας, καλή κυρούλα, να σου απογεμίσουμε
εμείς το σακούλι! Είσαι
γερόντισσα
και κουράστηκες.
Σε
λίγο γύρισαν με γεμάτο το σακούλι και είπαν:
Πάρε το σακούλι σου, καλή κυρούλα, και πήγαινε
στο καλό. Μα κοίταξε
καλά,
να μην το ανοίξεις στο δρόμο. μονάχα όταν φτάσεις στο σπίτι σου.
Ευχαρίστησε
τα παιδιά η γριά. Ευχήθηκε στον πατέρα τους να τα
χαίρεται,
χαιρέτησε και ύστερα ξεκίνησε για το καλύβι.
Στο
δρόμο της φαινόταν το σακούλι πολύ βαρύ. Μόλις μπορούσε να το
βαστά
στον ώμο της. Δεν έλεγε όμως τίποτε. Σιγά σιγά έφτασε στο καλύβι της και
άνοιξε το σακουλάκι. Τι να δει! Αντίς για χόρτα, βλέπει φλουριά, κίτρινα, κίτρινα
και γυαλιστερά. Θάμπωσαν τα μάτια της γριάς από τη γυαλάδα
εκείνη...
Παραδοσιακό