Γιώργος
Κοτζιούλας
Πατρίδα
Βουνά
που γαλανίζετε στο βάθος είτε αχνά
μόλις
— αέρινη
γραμμή — χωρίζετε
απ' τα ουράνια,
πλαγιές
που γέρνετε απαλά κι' όλο
γκρεμούς στεφάνια,
μεμιάς
ως πέρα γλήγορο το μάτι σάς περνά.
Κι
η λίμνη που στο γούβωμα λαμπρίζει πέρα εκεί
(χρυσό γυαλί να κοιταχτεί μέσα
η Κερά Φροσύνη)
προς
τ’ ακουσμένα
Γιάννενα με φέρνει και μου δίνει
μια
εικόνα της πατρίδας μου φαντασμαγορική.
Ασημοκλώθεσαι
κι εσύ, ποτάμι
σιγαλό,
κρυφό
θηρίο τριονούρικο π' όσο
τραβάς αξαίνεις
κι
απ' τις
καμάρες μουλωχτό περνάς της στοιχιωμένης
όπου
οι φωνές της αντηχούν ακόμα στο γιαλό.
Πόσον
καιρό θα τριγυρνάω ακόμα σε μεριές
που
δεν τις ήξερα μήδε τις έβανα στο νου μου
μακριά
απ' τα χώματα, μακριά απ' τον κύκλο τ' ουρανού μου,
δίχως φεγγάρι μάλαμα σ' έρμες ανηφοριές !
Β.Ζ